- προβιοτή
- προβῐ-οτή, ἡ,A previous (i.e. antenatal) existence, Plu.Fr.7.9, Porph.Gaur.11.4, Id. ap. Stob.2.8.42, Hierocl.Prov.p.172 B., al., Herm. in Phdr.p.109A.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προβιοτῇ — προβιοτή previous fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβιοτή — previous fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβιοτή — ἡ, ΜΑ (κυρίως για την ψυχή) η προηγούμενη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + βιοτή «βίος, ζωή»] … Dictionary of Greek
προβιοτῆς — προβιοτή previous fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβιοτήν — προβιοτή previous fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβιοτῶν — προβιοτή previous fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβιότης — ητος, ἡ, Α προβιοτή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + βιότης «ζωή, βίος»] … Dictionary of Greek
προβιοτάς — προβιοτά̱ς , προβιοτή previous fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДУША — [греч. ψυχή], вместе с телом образует состав человека (см. статьи Дихотомизм, Антропология), будучи при этом самостоятельным началом; Д. человека заключает образ Божий (по мнению одних отцов Церкви; по мнению других образ Божий заключен во всем… … Православная энциклопедия